- κακοστομία
- η (AM κακοοτομία) [κακόστομος](για την προφορά τής Ελληνικής από βαρβάρους ελληνομαθείς) λανθασμένη, ελαττωματική, κακή προφορά («ἄλλη δέ τις ἐν τῆ ἡμετέρᾳ διαλέκτῳ ἀνεφάνη κακοστομία καὶ οἷον βαρβαροστομία», Στράβ.)νεοελλ.κακοσμία τού στόματοςνεοελλ.-μσν.κακογλωσσιά, κακολογία, αισχρολογία.
Dictionary of Greek. 2013.